δυσλεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσλεκτικός | η | δυσλεκτική | το | δυσλεκτικό |
| γενική | του | δυσλεκτικού | της | δυσλεκτικής | του | δυσλεκτικού |
| αιτιατική | τον | δυσλεκτικό | τη | δυσλεκτική | το | δυσλεκτικό |
| κλητική | δυσλεκτικέ | δυσλεκτική | δυσλεκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσλεκτικοί | οι | δυσλεκτικές | τα | δυσλεκτικά |
| γενική | των | δυσλεκτικών | των | δυσλεκτικών | των | δυσλεκτικών |
| αιτιατική | τους | δυσλεκτικούς | τις | δυσλεκτικές | τα | δυσλεκτικά |
| κλητική | δυσλεκτικοί | δυσλεκτικές | δυσλεκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσλεκτικός < δυσλεξικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dyslexique < αρχαία ελληνική δυσ- + λέξις < λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.