δρυοκόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δρυοκόπος | οι | δρυοκόποι |
| γενική | του | δρυοκόπου | των | δρυοκόπων |
| αιτιατική | τον | δρυοκόπο | τους | δρυοκόπους |
| κλητική | δρυοκόπε | δρυοκόποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο μαύρος δρυοκόπος ή dryocopus niger
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.