δρομάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- δρομάς < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
δρομάς, -άδος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που τρέχει ή κινείται γρήγορα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱκέτιδες, 1000 @scaife.perseus
- πρός σʼ ἔβαν δρομὰς ἐξ ἐμῶν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 837 @scaife.perseus
- δρομάσι δινεύων βλεφάροις,
- στριφογυρίζοντας με βλέφαρα, που κινούνταν γρήγορα
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δρομάσι δινεύων βλεφάροις,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱκέτιδες, 1000 @scaife.perseus
- που περιστρέφεται γρήγορα
- περιπλανώμενος τρέχοντας, μανιώδης
- ονομασία διαφόρων αποδημητικών ψαριών
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 17 @scaife.perseus
- Μετὰ δὲ τούτους χρύσοφρυς καὶ λάβραξ καὶ μόρμυρος καὶ ὅλως οἱ καλούμενοι δρομάδες.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 17 @scaife.perseus
- (θηλαστικό ζώο) είδος καμήλας, η αραβική καμήλα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 31.7
- σημαίνειν δέ φασιν οἶκον καμήλου τὴν διάλεκτον, ἐπεὶ τῶν πάλαι τις βασιλέων ἐκφυγὼν πολεμίους ἐπὶ καμήλου δρομάδος ἐνταῦθα καθίδρυσεν αὐτήν, ἀποτάξας τινὰς κώμας καὶ προσόδους εἰς τὴν ἐπιμέλειαν.
- Λένε ότι το όνομα στην τοπική γλώσσα σημαίνει σπίτι καμήλας, γιατί κάποιος παλαιός βασιλιάς, αφού διέφυγε τους εχθρούς του πάνω σε καμήλα δρομάδα, την εγκατέστησε εδώ, καθορίζοντας για τη φροντίδα της μερικά χωριά και έσοδα.
- Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- σημαίνειν δέ φασιν οἶκον καμήλου τὴν διάλεκτον, ἐπεὶ τῶν πάλαι τις βασιλέων ἐκφυγὼν πολεμίους ἐπὶ καμήλου δρομάδος ἐνταῦθα καθίδρυσεν αὐτήν, ἀποτάξας τινὰς κώμας καὶ προσόδους εἰς τὴν ἐπιμέλειαν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 31.7
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δρομάς | αἱ | δρομάδες |
| γενική | τῆς | δρομάδος | τῶν | δρομάδων |
| δοτική | τῇ | δρομάδῐ | ταῖς | δρομάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | δρομάδᾰ | τὰς | δρομάδᾰς |
| κλητική ὦ! | δρομάς | δρομάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρομάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δρομάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δρομάς, -άδος θηλυκό
Πηγές
- δρομάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρομάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.