δραστηριοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δραστηριοποιημένος | η | δραστηριοποιημένη | το | δραστηριοποιημένο |
| γενική | του | δραστηριοποιημένου | της | δραστηριοποιημένης | του | δραστηριοποιημένου |
| αιτιατική | τον | δραστηριοποιημένο | τη | δραστηριοποιημένη | το | δραστηριοποιημένο |
| κλητική | δραστηριοποιημένε | δραστηριοποιημένη | δραστηριοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δραστηριοποιημένοι | οι | δραστηριοποιημένες | τα | δραστηριοποιημένα |
| γενική | των | δραστηριοποιημένων | των | δραστηριοποιημένων | των | δραστηριοποιημένων |
| αιτιατική | τους | δραστηριοποιημένους | τις | δραστηριοποιημένες | τα | δραστηριοποιημένα |
| κλητική | δραστηριοποιημένοι | δραστηριοποιημένες | δραστηριοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δραστηριοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δραστηριοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.