δουλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δουλικός | η | δουλική | το | δουλικό |
| γενική | του | δουλικού | της | δουλικής | του | δουλικού |
| αιτιατική | τον | δουλικό | τη | δουλική | το | δουλικό |
| κλητική | δουλικέ | δουλική | δουλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δουλικοί | οι | δουλικές | τα | δουλικά |
| γενική | των | δουλικών | των | δουλικών | των | δουλικών |
| αιτιατική | τους | δουλικούς | τις | δουλικές | τα | δουλικά |
| κλητική | δουλικοί | δουλικές | δουλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δουλικός < αρχαία ελληνική < δοῦλος + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðu.liˈkos/
Επίθετο
δουλικός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.