δουλικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δουλικό | τα | δουλικά |
| γενική | του | δουλικού | των | δουλικών |
| αιτιατική | το | δουλικό | τα | δουλικά |
| κλητική | δουλικό | δουλικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δουλικό ουδέτερο
- (μειωτικό)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) η υπηρέτρια
- αγενής γυναίκα με απολίτιστους τρόπους και άσχημη εξωτερική εμφάνιση
Μεταφράσεις
δουλικό
|
|
Αναφορές
- δουλικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.