δουλεμπόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δουλεμπόριο | τα | δουλεμπόρια |
| γενική | του | δουλεμπορίου & δουλεμπόριου |
των | δουλεμπορίων |
| αιτιατική | το | δουλεμπόριο | τα | δουλεμπόρια |
| κλητική | δουλεμπόριο | δουλεμπόρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δουλεμπόριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δουλεμπόριον < δουλέμπορ(ος) + -ιον > -ιο (δούλος + -εμπόριο) (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική slave trade)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðu.lemˈbo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δου‐λε‐μπο‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
δουλεμπόριο ουδέτερο
- το εμπόριο δούλων
- (κατ’ επέκταση) η παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών για εκμετάλλευσή τους ως εργατικό δυναμικό ή με άλλους τρόπους
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δουλέμπορος, δούλος, έμπορος και πόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.