δουλεμπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δουλεμπορία | οι | δουλεμπορίες |
| γενική | της | δουλεμπορίας | των | δουλεμποριών |
| αιτιατική | τη | δουλεμπορία | τις | δουλεμπορίες |
| κλητική | δουλεμπορία | δουλεμπορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δουλεμπορία < δουλέμπορος + -ία / δούλ(ος) + -εμπορία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δουλέμπορος, δούλος και έμπορος
Μεταφράσεις
δουλεμπορία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.