δουλέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δουλέμπορος | οι | δουλέμποροι |
| γενική | του | δουλέμπορου & δουλεμπόρου |
των | δουλέμπορων & δουλεμπόρων |
| αιτιατική | τον | δουλέμπορο | τους | δουλέμπορους & δουλεμπόρους |
| κλητική | δουλέμπορε | δουλέμποροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δουλέμπορος < δούλ(ος) + -έμπορος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική marchand d'esclaves [1]
Ουσιαστικό
δουλέμπορος αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος δούλων
- (κατ’ επέκταση) αυτός που μεταφέρει λαθρομετανάστες, έναντι αδράς αμοιβής και υπό άθλιες και επικίνδυνες για τη ζωή τους συνθήκες
Συγγενικά
- δουλεμπορία
- δουλεμπορικό
- δουλεμπορικός
- δουλεμπόριο
- → δείτε τις λέξεις δούλος, έμπορος και πόρος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- δουλέμπορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.