δουλεμπορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δουλεμπορικός η δουλεμπορική το δουλεμπορικό
      γενική του δουλεμπορικού της δουλεμπορικής του δουλεμπορικού
    αιτιατική τον δουλεμπορικό τη δουλεμπορική το δουλεμπορικό
     κλητική δουλεμπορικέ δουλεμπορική δουλεμπορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δουλεμπορικοί οι δουλεμπορικές τα δουλεμπορικά
      γενική των δουλεμπορικών των δουλεμπορικών των δουλεμπορικών
    αιτιατική τους δουλεμπορικούς τις δουλεμπορικές τα δουλεμπορικά
     κλητική δουλεμπορικοί δουλεμπορικές δουλεμπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δουλεμπορικός < δουλεμπορία + -ικός

Επίθετο

δουλεμπορικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη δουλεμπορία ή τους δουλέμπορους ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (ναυτικός όρος) δουλεμπορικό: πλοίο με το οποίο γίνεται το δουλεμπόριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.