βασίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βασίζω < βάση + -ίζω

Ρήμα

βασίζω, πρτ.: βάσιζα, στ.μέλλ.: θα βασίσω, αόρ.: βάσισα, παθ.φωνή: βασίζομαι, μτχ.π.π.: βασισμένος

  1. χρησιμοποιώ κάτι ως βάση, αφετηρία ή στήριγμα για περαιτέρω ενέργειες
    ο συνήγορος έχει βασίσει όλη την υπεράσπιση πάνω στη μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.