κακοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακοποιώ < αρχαία ελληνική κακοποιέω / κακοποιῶ < κακός + ποιέω / ποιῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ko.piˈo/

Ρήμα

κακοποιώ (παθητική φωνή: κακοποιούμαι)

  1. προκαλώ κακό σε κάποιον και, ειδικότερα, σωματικά
  2. βιάζω, ασελγώ
  3. (μεταφορικά) συμπεριφέρομαι χωρίς σεβασμό και με εσφαλμένο τρόπο σε κάτι

Συγγενικά

Κλίση

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.