πολυώνυμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολυώνυμο | τα | πολυώνυμα |
| γενική | του | πολυωνύμου & πολυώνυμου |
των | πολυωνύμων |
| αιτιατική | το | πολυώνυμο | τα | πολυώνυμα |
| κλητική | πολυώνυμο | πολυώνυμα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυώνυμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυώνυμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική polynôme[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polynomial[1])
Ουσιαστικό
πολυώνυμο ουδέτερο
- (μαθηματικά) αλγεβρική παράσταση που περιέχει σταθερές και μία τουλάχιστον μεταβλητή με μη αρνητικούς ακέραιους εκθέτες, συνδεόμενες μεταξύ τους μόνο με τις πράξεις της πρόσθεσης, της αφαίρεσης και του πολλαπλασιασμού
- το (χ-3)(χ+1) είναι πολυώνυμο με ανεπτυγμένη μορφή χ2-2χ-3
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.