πολυώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυώνυμο τα πολυώνυμα
      γενική του πολυωνύμου
& πολυώνυμου
των πολυωνύμων
    αιτιατική το πολυώνυμο τα πολυώνυμα
     κλητική πολυώνυμο πολυώνυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυώνυμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυώνυμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική polynôme[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polynomial[1])

Ουσιαστικό

πολυώνυμο ουδέτερο

  1. (μαθηματικά) αλγεβρική παράσταση που περιέχει σταθερές και μία τουλάχιστον μεταβλητή με μη αρνητικούς ακέραιους εκθέτες, συνδεόμενες μεταξύ τους μόνο με τις πράξεις της πρόσθεσης, της αφαίρεσης και του πολλαπλασιασμού
    το (χ-3)(χ+1) είναι πολυώνυμο με ανεπτυγμένη μορφή χ2-2χ-3

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πολυώνυμο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.