διόγκωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διόγκωσῐς | αἱ | διογκώσεις | ||||
| γενική | τῆς | διογκώσεως | τῶν | διογκώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | διογκώσει | ταῖς | διογκώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διόγκωσῐν | τὰς | διογκώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | διόγκωσῐ | διογκώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διογκώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διογκωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- διόγκωσις (ελληνιστική κοινή) < διογκόω / διογκῶ <δι- (δια-) + αρχαία ελληνική ὀγκόω) + -σις → δείτε και τον αρχαίο παθητικό τύπο διογκέομαι
Πηγές
- διόγκωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.