δισταθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δισταθής | η | δισταθής | το | δισταθές |
| γενική | του | δισταθούς* | της | δισταθούς | του | δισταθούς |
| αιτιατική | τον | δισταθή | τη | δισταθή | το | δισταθές |
| κλητική | δισταθή(ς) | δισταθής | δισταθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δισταθείς | οι | δισταθείς | τα | δισταθή |
| γενική | των | δισταθών | των | δισταθών | των | δισταθών |
| αιτιατική | τους | δισταθείς | τις | δισταθείς | τα | δισταθή |
| κλητική | δισταθείς | δισταθείς | δισταθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δισταθής < (δις) δι- + (αρχαία ελληνική ἵστημι) σταθ- + -ής (κατά τα ασταθής, ευσταθής), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bistable • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.