hesitation

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
hesitation hesitations

Ουσιαστικό

hesitation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο δισταγμός, ο ενδοιασμός, η πράξη του να αργώ να μιλήσω ή να ενεργήσω επειδή αισθάνομαι αβέβαιος ή νευρικός
    without the slightest hesitation - χωρίς τον παραμικρό δισταγμό
    He accepted without the slightest hesitation.
    Δέχτηκε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό.
  2. (μη μετρήσιμο) ο δισταγμός, το γεγονός ότι ανησυχώ να κάνω κάτι, ειδικά επειδή δεν είμαι σίγουρος ότι είναι σωστό ή κατάλληλο
    I would like to be able to trust him but I have my hesitations.
    Θα ήθελα να μπορούσα να τον εμπιστευτώ αλλά έχω τους δισταγμούς μου.
     συνώνυμα: misgiving

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.