διπλοπενιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλοπενιά οι διπλοπενιές
      γενική της διπλοπενιάς των διπλοπενιών
    αιτιατική τη διπλοπενιά τις διπλοπενιές
     κλητική διπλοπενιά διπλοπενιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διπλοπενιά < διπλο- + πενιά [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.plo.peˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διπλοπενιά

Ουσιαστικό

διπλοπενιά θηλυκό

Συγγενικά

  • διπλή τρίτη
  • διπλή έκτη

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. διπλοπενιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.