πενιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πενιά οι πενιές
      γενική της πενιάς των πενιών
    αιτιατική την πενιά τις πενιές
     κλητική πενιά πενιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πενιά < πέν(α) + -ιά

Ουσιαστικό

πενιά θηλυκό

  1. μια σειρά από χτυπήματα των χορδών του μπουζουκιού με την πένα που παράγει μια μουσική φράση
  2. μόνη νύξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.