διοριστήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διοριστήριος | η | διοριστήρια | το | διοριστήριο |
| γενική | του | διοριστήριου | της | διοριστήριας | του | διοριστήριου |
| αιτιατική | τον | διοριστήριο | τη | διοριστήρια | το | διοριστήριο |
| κλητική | διοριστήριε | διοριστήρια | διοριστήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διοριστήριοι | οι | διοριστήριες | τα | διοριστήρια |
| γενική | των | διοριστήριων | των | διοριστήριων | των | διοριστήριων |
| αιτιατική | τους | διοριστήριους | τις | διοριστήριες | τα | διοριστήρια |
| κλητική | διοριστήριοι | διοριστήριες | διοριστήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
διοριστήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τον διορισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) διοριστήριο: έγγραφο με το οποίο τελείται επισήμως ο διορισμός
Μεταφράσεις
διοριστήριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.