διοριστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διοριστήριο | τα | διοριστήρια |
| γενική | του | διοριστήριου | των | διοριστήριων |
| αιτιατική | το | διοριστήριο | τα | διοριστήρια |
| κλητική | διοριστήριο | διοριστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διοριστήριο < ουδέτερο του διοριστήριος < διορίζω
Ουσιαστικό
διοριστήριο ουδέτερο
- έγγραφο με το οποίο τελείται επισήμως ο διορισμός
- Ο νεοπροσληφθείς εκπαιδευτικός θα πρέπει να πάρει το διοριστήριο από τη στιγμή που θα αναλάβει καθήκοντα στο σχολείο. (*)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
διοριστήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.