διορισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διορισμένος | η | διορισμένη | το | διορισμένο |
| γενική | του | διορισμένου | της | διορισμένης | του | διορισμένου |
| αιτιατική | τον | διορισμένο | τη | διορισμένη | το | διορισμένο |
| κλητική | διορισμένε | διορισμένη | διορισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διορισμένοι | οι | διορισμένες | τα | διορισμένα |
| γενική | των | διορισμένων | των | διορισμένων | των | διορισμένων |
| αιτιατική | τους | διορισμένους | τις | διορισμένες | τα | διορισμένα |
| κλητική | διορισμένοι | διορισμένες | διορισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διορίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.o.ɾiˈzme.nos/
Μετοχή
διορισμένος -η -ο
- (υπάλληλος) που έχει διοριστεί σε μια δημόσια θέση
- που έχει οριστεί και δεν έχει εκλεγεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.