organisation

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
organisation organisations

Ετυμολογία

organisation < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική organisation. Μορφολογικά αναλύεται σε organis(e) + -ation

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌɔːr.ɡən.əˈzeɪ.ʃən/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: organisation

Ουσιαστικό

organisation (en) (βρετανική γραφή) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) η οργάνωση
  2. (μετρήσιμο) ο οργανισμός

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

organisation (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.