διοργάνωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διοργάνωσῐς αἱ διοργανώσεις
      γενική τῆς διοργανώσεως τῶν διοργανώσεων
      δοτική τῇ διοργανώσει ταῖς διοργανώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διοργάνωσῐν τὰς διοργανώσεις
     κλητική ! διοργάνωσῐ διοργανώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διοργανώσει
γεν-δοτ τοῖν  διοργανωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διοργάνωσις < διοργανόω / διοργανῶ < δι- (δια-) + ὀργανόω + -σις

Ουσιαστικό

διοργάνωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.