διοργάνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διοργάνωσῐς | αἱ | διοργανώσεις | ||||
| γενική | τῆς | διοργανώσεως | τῶν | διοργανώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | διοργανώσει | ταῖς | διοργανώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διοργάνωσῐν | τὰς | διοργανώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | διοργάνωσῐ | διοργανώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διοργανώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διοργανωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
διοργάνωσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η διαμόρφωση των οργάνων σώματος, η διοργάνωση ενός σώματος ή μιας αίσθησης με όργανα
Συγγενικά
- διοργανισμός
- διοργανίζω
- → δείτε τις λέξεις διοργανόω, ὀργάνωσις και ὄργανον
Πηγές
- διοργάνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.