δικτυωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικτυωμένος η δικτυωμένη το δικτυωμένο
      γενική του δικτυωμένου της δικτυωμένης του δικτυωμένου
    αιτιατική τον δικτυωμένο τη δικτυωμένη το δικτυωμένο
     κλητική δικτυωμένε δικτυωμένη δικτυωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικτυωμένοι οι δικτυωμένες τα δικτυωμένα
      γενική των δικτυωμένων των δικτυωμένων των δικτυωμένων
    αιτιατική τους δικτυωμένους τις δικτυωμένες τα δικτυωμένα
     κλητική δικτυωμένοι δικτυωμένες δικτυωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δικτυωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δικτυώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.kti.oˈme.nos/

Μετοχή

δικτυωμένος -η -ο

  1. που έχει δικτυωθεί
  2. που έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο γνωριμιών και υποστηρικτών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.