δικτυώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
δικτυώνομαι, π.αόρ.: δικτυώθηκα, μτχ.π.π.: δικτυωμένος, (ενεργ.: δικτυώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος δικτυώνω → δείτε και τη κλίση
- στην παθητική φωνή:
- (πληροφορική, οικείο) συνδέομαι σε υπολογιστικό δίκτυο
Μεταφράσεις
για τον όρο της πληροφορικής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.