δικτυώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ρήμα

δικτυώνομαι, π.αόρ.: δικτυώθηκα, μτχ.π.π.: δικτυωμένος, (ενεργ.: δικτυώνω)

  1. παθητική φωνή του ρήματος δικτυώνω  δείτε και τη κλίση 
  2. στην παθητική φωνή:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.