δικτυώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δικτυώνω < δίκτυο + -ώνω < αρχαία ελληνική δίκτυον < δικεῖν

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.ktiˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δικτυώνω

Ρήμα

δικτυώνω, αόρ.: δικτύωσα, παθ.φωνή: δικτυώνομαι, π.αόρ.: δικτυώθηκα, μτχ.π.π.: δικτυομένος

  1. συμβάλλω στο να γνωρίσει κάποιος κόσμο και ν’ αποκτήσει σχέσεις με ανθρώπους
  2.  δείτε και τη λέξη δικτυώνομαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.