δικομματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δικομματικός | η | δικομματική | το | δικομματικό |
| γενική | του | δικομματικού | της | δικομματικής | του | δικομματικού |
| αιτιατική | τον | δικομματικό | τη | δικομματική | το | δικομματικό |
| κλητική | δικομματικέ | δικομματική | δικομματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δικομματικοί | οι | δικομματικές | τα | δικομματικά |
| γενική | των | δικομματικών | των | δικομματικών | των | δικομματικών |
| αιτιατική | τους | δικομματικούς | τις | δικομματικές | τα | δικομματικά |
| κλητική | δικομματικοί | δικομματικές | δικομματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δικομματικός < δι- (< αρχαία ελληνική δίς) + κομματικός < κόμμα < αρχαία ελληνική κόπτω ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) biparti ή (αγγλικά) bipartisan)
Επίθετο
δικομματικός
- που έχει σχέση με δύο κόμματα ή αναφέρεται σ' αυτά
- Δικομματική είναι πλέον η κυβέρνηση, που δέχτηκε μεγάλο πλήγμα, με αφορμή τους χειρισμούς για την αναδιάρθρωση της ΕΡΤ. (*)
Συγγενικά
- δικομματισμός
- → δείτε τις λέξεις δι- και κόμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.