δικολαβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δικολαβισμός | οι | δικολαβισμοί |
| γενική | του | δικολαβισμού | των | δικολαβισμών |
| αιτιατική | τον | δικολαβισμό | τους | δικολαβισμούς |
| κλητική | δικολαβισμέ | δικολαβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δικολαβισμός αρσενικό
- η συμπεριφορά ενός δικολάβου
- (μεταφορικά) σαθρό, παραπλανητικό ή σοφιστικό επιχείρημα καθώς και (κατ’ επέκταση) η συζήτηση με τη χρήση τέτοιων επιχειρημάτων
Μεταφράσεις
δικολαβισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.