δικολαβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δικολαβισμός οι δικολαβισμοί
      γενική του δικολαβισμού των δικολαβισμών
    αιτιατική τον δικολαβισμό τους δικολαβισμούς
     κλητική δικολαβισμέ δικολαβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικολαβισμός < δικολάβος + -ισμός

Ουσιαστικό

δικολαβισμός αρσενικό

  1. η συμπεριφορά ενός δικολάβου
  2. (μεταφορικά) σαθρό, παραπλανητικό ή σοφιστικό επιχείρημα καθώς και (κατ’ επέκταση) η συζήτηση με τη χρήση τέτοιων επιχειρημάτων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.