δικασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικασμένος η δικασμένη το δικασμένο
      γενική του δικασμένου της δικασμένης του δικασμένου
    αιτιατική τον δικασμένο τη δικασμένη το δικασμένο
     κλητική δικασμένε δικασμένη δικασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικασμένοι οι δικασμένες τα δικασμένα
      γενική των δικασμένων των δικασμένων των δικασμένων
    αιτιατική τους δικασμένους τις δικασμένες τα δικασμένα
     κλητική δικασμένοι δικασμένες δικασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δικασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δικάζω

Μετοχή

δικασμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.