διεθνοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διεθνοποιώ < διεθνής + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική internationaliser)

Ρήμα

διεθνοποιώ (παθητική φωνή: διεθνοποιούμαι)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.