διεθνοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διεθνοποιώ < διεθνής + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική internationaliser)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποδιεθνοποιημένος
- αποδιεθνοποίηση
- αποδιεθνοποιώ
- διεθνοποιημένος
- διεθνοποίηση
- → δείτε τις λέξεις διεθνής και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διεθνοποιώ | διεθνοποιούσα | θα διεθνοποιώ | να διεθνοποιώ | διεθνοποιώντας | |
| β' ενικ. | διεθνοποιείς | διεθνοποιούσες | θα διεθνοποιείς | να διεθνοποιείς | (διεθνοποίει) | |
| γ' ενικ. | διεθνοποιεί | διεθνοποιούσε | θα διεθνοποιεί | να διεθνοποιεί | ||
| α' πληθ. | διεθνοποιούμε | διεθνοποιούσαμε | θα διεθνοποιούμε | να διεθνοποιούμε | ||
| β' πληθ. | διεθνοποιείτε | διεθνοποιούσατε | θα διεθνοποιείτε | να διεθνοποιείτε | διεθνοποιείτε | |
| γ' πληθ. | διεθνοποιούν(ε) | διεθνοποιούσαν(ε) | θα διεθνοποιούν(ε) | να διεθνοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διεθνοποίησα | θα διεθνοποιήσω | να διεθνοποιήσω | διεθνοποιήσει | ||
| β' ενικ. | διεθνοποίησες | θα διεθνοποιήσεις | να διεθνοποιήσεις | διεθνοποίησε | ||
| γ' ενικ. | διεθνοποίησε | θα διεθνοποιήσει | να διεθνοποιήσει | |||
| α' πληθ. | διεθνοποιήσαμε | θα διεθνοποιήσουμε | να διεθνοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | διεθνοποιήσατε | θα διεθνοποιήσετε | να διεθνοποιήσετε | διεθνοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | διεθνοποίησαν διεθνοποιήσαν(ε) |
θα διεθνοποιήσουν(ε) | να διεθνοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διεθνοποιήσει | είχα διεθνοποιήσει | θα έχω διεθνοποιήσει | να έχω διεθνοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διεθνοποιήσει | είχες διεθνοποιήσει | θα έχεις διεθνοποιήσει | να έχεις διεθνοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διεθνοποιήσει | είχε διεθνοποιήσει | θα έχει διεθνοποιήσει | να έχει διεθνοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διεθνοποιήσει | είχαμε διεθνοποιήσει | θα έχουμε διεθνοποιήσει | να έχουμε διεθνοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διεθνοποιήσει | είχατε διεθνοποιήσει | θα έχετε διεθνοποιήσει | να έχετε διεθνοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διεθνοποιήσει | είχαν διεθνοποιήσει | θα έχουν διεθνοποιήσει | να έχουν διεθνοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.