αποδιεθνοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποδιεθνοποίηση | οι | αποδιεθνοποιήσεις |
| γενική | της | αποδιεθνοποίησης* | των | αποδιεθνοποιήσεων |
| αιτιατική | την | αποδιεθνοποίηση | τις | αποδιεθνοποιήσεις |
| κλητική | αποδιεθνοποίηση | αποδιεθνοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποδιεθνοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποδιεθνοποίηση < αποδιεθνοποιώ + -ση
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αποδιεθνοποίηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.