αποδιεθνοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδιεθνοποιημένος η αποδιεθνοποιημένη το αποδιεθνοποιημένο
      γενική του αποδιεθνοποιημένου της αποδιεθνοποιημένης του αποδιεθνοποιημένου
    αιτιατική τον αποδιεθνοποιημένο την αποδιεθνοποιημένη το αποδιεθνοποιημένο
     κλητική αποδιεθνοποιημένε αποδιεθνοποιημένη αποδιεθνοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδιεθνοποιημένοι οι αποδιεθνοποιημένες τα αποδιεθνοποιημένα
      γενική των αποδιεθνοποιημένων των αποδιεθνοποιημένων των αποδιεθνοποιημένων
    αιτιατική τους αποδιεθνοποιημένους τις αποδιεθνοποιημένες τα αποδιεθνοποιημένα
     κλητική αποδιεθνοποιημένοι αποδιεθνοποιημένες αποδιεθνοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποδιεθνοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποδιεθνοποιώ

Μετοχή

αποδιεθνοποιημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη αποδιεθνοποιώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.