διεθνοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεθνοποίηση οι διεθνοποιήσεις
      γενική της διεθνοποίησης* των διεθνοποιήσεων
    αιτιατική τη διεθνοποίηση τις διεθνοποιήσεις
     κλητική διεθνοποίηση διεθνοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεθνοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεθνοποίηση < διεθνοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

διεθνοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.