διδακτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διδακτήριο | τα | διδακτήρια |
| γενική | του | διδακτηρίου & διδακτήριου |
των | διδακτηρίων |
| αιτιατική | το | διδακτήριο | τα | διδακτήρια |
| κλητική | διδακτήριο | διδακτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διδακτήριο < διδάσκω + -τήριο < αρχαία ελληνική διδάσκω < πρωτοελληνική *di-dəs-skō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.ðaˈkti.ɾi.o/
Ουσιαστικό
διδακτήριο ουδέτερο
- σύνολο αιθουσών ενός εκπαιδευτηρίου ή κτήριο στο οποίο γίνεται διδασκαλία
Συγγενικά
- διδακτηριακός
- → δείτε τη λέξη διδάσκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.