school

Αγγλικά (en)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

school (en)

  1. (εκπαίδευση) το σχολείο
  2. η σχολή (κυριολεκτικά ως οργάνωση και μεταφορικά πχ. school of thought)
  3. το κοπάδι ψαριών
  4. η πλειάδα

Σύνθετα

Ρήμα

school (en)

  1. διδάσκω, εκπαιδεύω
  2. δίνω σε έναν αντίπαλο ένα καλό μάθημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.