διδάσκοντας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

διδάσκοντας: η νεότερη άκλιτη μετοχή

Μετοχή

διδάσκοντας άκλιτο

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διδάσκων
& διδάσκοντας
η διδάσκουσα το διδάσκον
      γενική του διδάσκοντος
& διδάσκοντα
της διδάσκουσας
& διδασκούσης*
του διδάσκοντος
    αιτιατική τον διδάσκοντα τη διδάσκουσα το διδάσκον
     κλητική διδάσκων
& διδάσκοντα
διδάσκουσα διδάσκον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διδάσκοντες οι διδάσκουσες τα διδάσκοντα
      γενική των διδασκόντων των διδασκουσών των διδασκόντων
    αιτιατική τους διδάσκοντες τις διδάσκουσες τα διδάσκοντα
     κλητική διδάσκοντες διδάσκουσες διδάσκοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
διδάσκοντας < αρχαία ελληνική διδάσκω, μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του διδάσκω

Μετοχή

διδάσκοντας, -ουσα, -ον

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 3

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διδάσκοντας οι διδάσκοντες
      γενική του διδάσκοντα των διδασκόντων
    αιτιατική τον διδάσκοντα τους διδάσκοντες
     κλητική διδάσκοντα διδάσκοντες
Συγκρίνετε με την κλίση του λόγιου «ο διδάσκων».
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
διδάσκοντας: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής διδάσκων, αρχαία ελληνική διδάσκων

Ουσιαστικό

διδάσκοντας αρσενικό (θηλυκό διδάσκουσα)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

διδάσκοντας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.