διαχυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαχυμένος η διαχυμένη το διαχυμένο
      γενική του διαχυμένου της διαχυμένης του διαχυμένου
    αιτιατική τον διαχυμένο τη διαχυμένη το διαχυμένο
     κλητική διαχυμένε διαχυμένη διαχυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαχυμένοι οι διαχυμένες τα διαχυμένα
      γενική των διαχυμένων των διαχυμένων των διαχυμένων
    αιτιατική τους διαχυμένους τις διαχυμένες τα διαχυμένα
     κλητική διαχυμένοι διαχυμένες διαχυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

διαχυμένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.