διαχύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαχύνω < αρχαία ελληνική διαχέω < διά + χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω)

Ρήμα

διαχύνω

  1. χύνω παντού
  2. διαχέω, ακτινοβολώ, περιβρέχω, καταβρέχω, διαποτίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.