διαυγασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαυγασμένος η διαυγασμένη το διαυγασμένο
      γενική του διαυγασμένου της διαυγασμένης του διαυγασμένου
    αιτιατική τον διαυγασμένο τη διαυγασμένη το διαυγασμένο
     κλητική διαυγασμένε διαυγασμένη διαυγασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαυγασμένοι οι διαυγασμένες τα διαυγασμένα
      γενική των διαυγασμένων των διαυγασμένων των διαυγασμένων
    αιτιατική τους διαυγασμένους τις διαυγασμένες τα διαυγασμένα
     κλητική διαυγασμένοι διαυγασμένες διαυγασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

διαυγασμένος, -η, -ο

  1. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαυγάζω
  2. ξεκάθαρος, σαφής, διασαφηνισμένος
    Επανάσταση είναι η ρητή και διαυγασμένη αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας, όσων φυσικά θεσμών εξαρτώνται από ρητή θέσμιση, με τη συλλογική δράση της κοινωνίας αυτής ή του μεγαλύτερου μέρους της. (Κορνήλιος Καστοριάδης, *)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.