διαυγασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαυγασμένος | η | διαυγασμένη | το | διαυγασμένο |
| γενική | του | διαυγασμένου | της | διαυγασμένης | του | διαυγασμένου |
| αιτιατική | τον | διαυγασμένο | τη | διαυγασμένη | το | διαυγασμένο |
| κλητική | διαυγασμένε | διαυγασμένη | διαυγασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαυγασμένοι | οι | διαυγασμένες | τα | διαυγασμένα |
| γενική | των | διαυγασμένων | των | διαυγασμένων | των | διαυγασμένων |
| αιτιατική | τους | διαυγασμένους | τις | διαυγασμένες | τα | διαυγασμένα |
| κλητική | διαυγασμένοι | διαυγασμένες | διαυγασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
διαυγασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαυγάζω
- ξεκάθαρος, σαφής, διασαφηνισμένος
- Επανάσταση είναι η ρητή και διαυγασμένη αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας, όσων φυσικά θεσμών εξαρτώνται από ρητή θέσμιση, με τη συλλογική δράση της κοινωνίας αυτής ή του μεγαλύτερου μέρους της. (Κορνήλιος Καστοριάδης, *)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.