κατά τό λαγαρώτατον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Έκφραση
κατὰ τὸ λαγαρώτατον
- στο ασθενέστερο και πιο ανυπεράσπιστο μέρος
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, 25.2 @scaife.perseus
- πέτρα κύκλῳ πολλὴ καὶ τραχεῖα περιπέφυκε· διʼ ἧς ἀνέβη λαθὼν καὶ προσέμιξε τοῖς φυλάττουσι τὸ διατείχισμα χαλεπῶς καὶ μόλις κατὰ τὸ λαγαρώτατον.
- γκρεμός κυκλωτός μεγάλος και τραχύς ειχε ζωσμένο [τον Καπιτωλίνο λόφο]· κι από κει ανέβηκε χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι και τελικώς έφτασε κοντά στους φρουρούς που φυλάγανε το διατείχισμα εκεί που ήταν χαμηλότερο [οπότε και πιο ευπρόσβλητο]. Απόδοση:το Βικιλεξικό.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, 25.2 @scaife.perseus
Πηγές
- λαγαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.