διατακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διατακτικός | η | διατακτική | το | διατακτικό |
| γενική | του | διατακτικού | της | διατακτικής | του | διατακτικού |
| αιτιατική | τον | διατακτικό | τη | διατακτική | το | διατακτικό |
| κλητική | διατακτικέ | διατακτική | διατακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διατακτικοί | οι | διατακτικές | τα | διατακτικά |
| γενική | των | διατακτικών | των | διατακτικών | των | διατακτικών |
| αιτιατική | τους | διατακτικούς | τις | διατακτικές | τα | διατακτικά |
| κλητική | διατακτικοί | διατακτικές | διατακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
διατακτικός
- που σχετίζεται με διαταγή ή αναφέρεται σ' αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) διατακτική: έγγραφο που επιβάλλει κάτι ή δίνει την άδεια για κάτι
- (ουσιαστικοποιημένο) διατακτικό: (νομικός όρος) το μέρος μιας δικαστικής απόφασης που διατάζει κάτι ή εκφράζει τη βούληση του δικαστή για την εξέλιξη μιας υπόθεσης
Μεταφράσεις
διατακτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.