διασώζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διασώζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασῴζω < διά (δια-) + σῴζω ( < σῶ(σαι) + -ίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈsozo/ & /ðʝaˈso.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σώ‐ζω
Ρήμα
διασώζω, στ.μέλλ.: θα διασώσω, αόρ.: διέσωσα, παθ.φωνή: διασώζομαι, π.αόρ.: διασώθηκα, μτχ.π.π.: διασωσμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διασώζω | διέσωζα | θα διασώζω | να διασώζω | διασώζοντας | |
| β' ενικ. | διασώζεις | διέσωζες | θα διασώζεις | να διασώζεις | διάσωζε | |
| γ' ενικ. | διασώζει | διέσωζε | θα διασώζει | να διασώζει | ||
| α' πληθ. | διασώζουμε | διασώζαμε | θα διασώζουμε | να διασώζουμε | ||
| β' πληθ. | διασώζετε | διασώζατε | θα διασώζετε | να διασώζετε | διασώζετε | |
| γ' πληθ. | διασώζουν(ε) | διέσωζαν διασώζαν(ε) |
θα διασώζουν(ε) | να διασώζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέσωσα | θα διασώσω | να διασώσω | διασώσει | ||
| β' ενικ. | διέσωσες | θα διασώσεις | να διασώσεις | διάσωσε | ||
| γ' ενικ. | διέσωσε | θα διασώσει | να διασώσει | |||
| α' πληθ. | διασώσαμε | θα διασώσουμε | να διασώσουμε | |||
| β' πληθ. | διασώσατε | θα διασώσετε | να διασώσετε | διασώστε | ||
| γ' πληθ. | διέσωσαν διασώσαν(ε) |
θα διασώσουν(ε) | να διασώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διασώσει | είχα διασώσει | θα έχω διασώσει | να έχω διασώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διασώσει | είχες διασώσει | θα έχεις διασώσει | να έχεις διασώσει | έχε διασωσμένο | |
| γ' ενικ. | έχει διασώσει | είχε διασώσει | θα έχει διασώσει | να έχει διασώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασώσει | είχαμε διασώσει | θα έχουμε διασώσει | να έχουμε διασώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διασώσει | είχατε διασώσει | θα έχετε διασώσει | να έχετε διασώσει | έχετε διασωσμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν διασώσει | είχαν διασώσει | θα έχουν διασώσει | να έχουν διασώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διασωσμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διασωσμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διασωσμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διασωσμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διασώζομαι | διασωζόμουν(α) | θα διασώζομαι | να διασώζομαι | ||
| β' ενικ. | διασώζεσαι | διασωζόσουν(α) | θα διασώζεσαι | να διασώζεσαι | ||
| γ' ενικ. | διασώζεται | διασωζόταν(ε) | θα διασώζεται | να διασώζεται | ||
| α' πληθ. | διασωζόμαστε | διασωζόμαστε διασωζόμασταν |
θα διασωζόμαστε | να διασωζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διασώζεστε | διασωζόσαστε διασωζόσασταν |
θα διασώζεστε | να διασώζεστε | διασώζεστε | |
| γ' πληθ. | διασώζονται | διασώζονταν διασωζόντουσαν |
θα διασώζονται | να διασώζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διασώθηκα | θα διασωθώ | να διασωθώ | διασωθεί | ||
| β' ενικ. | διασώθηκες | θα διασωθείς | να διασωθείς | διασώσου | ||
| γ' ενικ. | διασώθηκε | θα διασωθεί | να διασωθεί | |||
| α' πληθ. | διασωθήκαμε | θα διασωθούμε | να διασωθούμε | |||
| β' πληθ. | διασωθήκατε | θα διασωθείτε | να διασωθείτε | διασωθείτε | ||
| γ' πληθ. | διασώθηκαν διασωθήκαν(ε) |
θα διασωθούν(ε) | να διασωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διασωθεί | είχα διασωθεί | θα έχω διασωθεί | να έχω διασωθεί | διασωσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διασωθεί | είχες διασωθεί | θα έχεις διασωθεί | να έχεις διασωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διασωθεί | είχε διασωθεί | θα έχει διασωθεί | να έχει διασωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασωθεί | είχαμε διασωθεί | θα έχουμε διασωθεί | να έχουμε διασωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διασωθεί | είχατε διασωθεί | θα έχετε διασωθεί | να έχετε διασωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διασωθεί | είχαν διασωθεί | θα έχουν διασωθεί | να έχουν διασωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.