διασωστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διασωστικά < διασωστικός + < ελληνιστική κοινή διασωστικός

Επίρρημα

διασωστικά

Μεταφράσεις

Επίρρημα

διασωστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.