διασωζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διασωζόμενος | η | διασωζόμενη | το | διασωζόμενο |
| γενική | του | διασωζόμενου | της | διασωζόμενης | του | διασωζόμενου |
| αιτιατική | τον | διασωζόμενο | τη | διασωζόμενη | το | διασωζόμενο |
| κλητική | διασωζόμενε | διασωζόμενη | διασωζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διασωζόμενοι | οι | διασωζόμενες | τα | διασωζόμενα |
| γενική | των | διασωζόμενων | των | διασωζόμενων | των | διασωζόμενων |
| αιτιατική | τους | διασωζόμενους | τις | διασωζόμενες | τα | διασωζόμενα |
| κλητική | διασωζόμενοι | διασωζόμενες | διασωζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.soˈzo.me.nos/ & /ðʝa.soˈzo.me.nos/
Μεταφράσεις
διασωζόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.