διασώστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διασώστης | οι | διασώστες |
| γενική | του | διασώστη | των | διασωστών |
| αιτιατική | τον | διασώστη | τους | διασώστες |
| κλητική | διασώστη | διασώστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_(1).jpg.webp)