διασωσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασωσμένος η διασωσμένη το διασωσμένο
      γενική του διασωσμένου της διασωσμένης του διασωσμένου
    αιτιατική τον διασωσμένο τη διασωσμένη το διασωσμένο
     κλητική διασωσμένε διασωσμένη διασωσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασωσμένοι οι διασωσμένες τα διασωσμένα
      γενική των διασωσμένων των διασωσμένων των διασωσμένων
    αιτιατική τους διασωσμένους τις διασωσμένες τα διασωσμένα
     κλητική διασωσμένοι διασωσμένες διασωσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

διασωσμένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.