διασπορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διασπορά | οι | διασπορές |
| γενική | της | διασποράς | των | διασπορών |
| αιτιατική | τη | διασπορά | τις | διασπορές |
| κλητική | διασπορά | διασπορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασπορά < ελληνιστική κοινή διασπορά ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική dissemination)
Ουσιαστικό
διασπορά θηλυκό
- το σκόρπισμα, δεξιά και αριστερά, διάφορων ομοειδών αντικειμένων, ο διασκορπισμός
- η ύπαρξη διάφορων ομοειδών αντικειμένων σε διάφορες θέσεις
- (ειδικότερα) η μετανάστευση των ατόμων ενός έθνους σε διάφορες ξένες χώρες
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) το σύνολο των ατόμων ενός έθνους που βρίσκονται σε ξένες χώρες, η ομογένεια
- η διάδοση μιας φήμης
Συγγενικά
-
διασπορά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.