διασπορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασπορά οι διασπορές
      γενική της διασποράς των διασπορών
    αιτιατική τη διασπορά τις διασπορές
     κλητική διασπορά διασπορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασπορά < ελληνιστική κοινή διασπορά ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική dissemination)

Ουσιαστικό

διασπορά θηλυκό

  1. το σκόρπισμα, δεξιά και αριστερά, διάφορων ομοειδών αντικειμένων, ο διασκορπισμός
  2. η ύπαρξη διάφορων ομοειδών αντικειμένων σε διάφορες θέσεις
  3. (ειδικότερα) η μετανάστευση των ατόμων ενός έθνους σε διάφορες ξένες χώρες
  4. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) το σύνολο των ατόμων ενός έθνους που βρίσκονται σε ξένες χώρες, η ομογένεια
  5. η διάδοση μιας φήμης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.