διασκόρπισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διασκόρπισῐς | αἱ | διασκορπίσεις | ||||
| γενική | τῆς | διασκορπίσεως | τῶν | διασκορπίσεων | ||||
| δοτική | τῇ | διασκορπίσει | ταῖς | διασκορπίσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διασκόρπισῐν | τὰς | διασκορπίσεις | ||||
| κλητική ὦ! | διασκόρπισῐ | διασκορπίσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διασκορπίσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διασκορπισέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- διασκόρπισις < διασκορπί(ζω) + -σις → δείτε αρχαία ελληνική σκορπίος
Πηγές
- διασκόρπισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.