διασκορπίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διασκορπίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασκορπίζω
- θα διασκορπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασκορπίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
διασκορπίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διασκόρπιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.