διαρκών
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαρκών | η | διαρκούσα | το | διαρκούν |
| γενική | του | διαρκούντος | της | διαρκούσας & διαρκούσης* |
του | διαρκούντος |
| αιτιατική | τον | διαρκούντα | τη | διαρκούσα | το | διαρκούν |
| κλητική | διαρκών | διαρκούσα | διαρκούν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαρκούντες | οι | διαρκούσες | τα | διαρκούντα |
| γενική | των | διαρκούντων | των | διαρκουσών | των | διαρκούντων |
| αιτιατική | τους | διαρκούντες | τις | διαρκούσες | τα | διαρκούντα |
| κλητική | διαρκούντες | διαρκούσες | διαρκούντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- διαρκών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρκῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του συνηρημένου ρήματος διαρκῶ, του διαρκέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.aɾˈkon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐κών
Μετοχή
διαρκών, -ούσα, -ούν
- (αρχαιοπρεπές) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαρκώ, στις παγιωμένες εκφράσεις με γενική πτώση:
- διαρκούντος του..., διαρκούσης της... (όσο διαρκεί) [1]
Μεταφράσεις
που διαρκεί
|
|
Ετυμολογία 2
- διαρκών: κλιτικός τύπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.aɾˈkon/, /ði̯aɾˈkon/ & /ðʝaɾˈkon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐κών
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διαρκών
- γενική πληθυντικού του διαρκής, αρσενικό
- γενική πληθυντικού του διαρκές, ουδέτερο του διαρκής
Αναφορές
- «διαρκώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.